- μύτος
- ομύταρος, μεγάλη μύτη, μυτάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. καλάθι: κάλαθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * ο η κολυμπά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι με αναβιβασμό τού τόνου και μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μούστακος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. * * * μούστακος, ὁ (Μ) μουστάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκιν + μεγεθ. κατάλ. ος*, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. βούβαλος,… … Dictionary of Greek
μυτάρα — η (Μ μυτάρα), μεγάλη μύτη, μύτος, μύταρος … Dictionary of Greek